- μπόλικος
- -η, -ο1. άφθονος, πλούσιος («μπόλικα λεφτά»)2. ευρύχωρος, φαρδύς («τα παπούτσια μου είναι μπόλικα»).επίρρ...μπόλικα(συν. με αναδίπλωση) μπόλικα μπόλικαμε μεγάλη αφθονία, άφθονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bol + κατάλ. -ικος].
Dictionary of Greek. 2013.