μπόλικος

μπόλικος
-η, -ο
1. άφθονος, πλούσιος («μπόλικα λεφτά»)
2. ευρύχωρος, φαρδύς («τα παπούτσια μου είναι μπόλικα»).
επίρρ...
μπόλικα
(συν. με αναδίπλωση) μπόλικα μπόλικα
με μεγάλη αφθονία, άφθονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bol + κατάλ. -ικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπόλικος — η, ο (λ. τουρκ.), αρκετός σε ποσότητα, άφθονος: Έφαγα μπόλικα φρούτα και πόνεσε η κοιλιά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπολικαίνω — [μπόλικος] 1. καθιστώ κάτι άφθονο 2. γίνομαι άφθονος, πληθαίνω …   Dictionary of Greek

  • μπερ(ε)κετλίδικος — η, ο θηλ. και ία αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μπερεκέτι, αυτός που υπάρχει σε αφθονία, πλούσιος, μπόλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπερεκετλής + κατάλ. ίδικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”